κλιματάρχης

κλιματάρχης
κλῐμᾰτάρχης, ου, ,
A governor of a province, Lyd.Mag.3.68, Mens. Fr.2.
II in pl., order of divine beings ruling terrestrial regions, Procl.in Cra.p.25 P., Olymp.in Alc.p.20 C.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… …   Dictionary of Greek

  • κλιματάρχης — governor of a province masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματάρχαι — κλιματάρχης governor of a province masc nom/voc pl κλιματάρχᾱͅ , κλιματάρχης governor of a province masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματαρχῶν — κλιματάρχης governor of a province masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματάρχην — κλιματάρχης governor of a province masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματαρχώ — κλιματαρχῶ, έω (Μ) [κλιματάρχης] είμαι κλιματάρχης* …   Dictionary of Greek

  • κλιματάρχας — κλιματάρχᾱς , κλιματάρχης governor of a province masc acc pl κλιματάρχᾱς , κλιματάρχης governor of a province masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρακτευτής — oῦ, ὁ, Μ [τρακτεύω] 1. διοικητής επαρχίας, κλιματάρχης* 2. οικονομικός υπάλληλος, εφοριακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”